αληθευτικος

αληθευτικος
    ἀληθευτικός
    3
    правдивый, искренний Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αληθευτικος" в других словарях:

  • αληθευτικός — ἀληθευτικός, ή, ὸν (AM) [ἀληθευτής] 1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν η φιλαλήθεια …   Dictionary of Greek

  • ἀληθευτικός — truthful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικῶν — ἀληθευτικός truthful fem gen pl ἀληθευτικός truthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικόν — ἀληθευτικός truthful masc acc sg ἀληθευτικός truthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικαῖς — ἀληθευτικός truthful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικαί — ἀληθευτικός truthful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικοῦ — ἀληθευτικός truthful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικῆς — ἀληθευτικός truthful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτική — ἀληθευτικός truthful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικήν — ἀληθευτικός truthful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθευτικῶς — ἀληθευτικός truthful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»